- αινέσιμος
- ος , ον заслуживающий похвалы;
§ αινέσιμος διατριβή — диссертация
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ αινέσιμος διατριβή — диссертация
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αινέσιμος — η, ο (Α αἰνέσιμος) [αἰνῶ] αυτός που αξίζει να υμνηθεί, να επαινεθεί, ο αξιέπαινος … Dictionary of Greek